- τελέθω
- Α1. γίνομαι, υφίσταμαι, υπάρχω («ἵνα ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσι», Ομ. Οδ.)2. μέσ. τελέθομαιγίνομαι, καθίσταμαι («ὀπίσω δὲ θεοὶ τελέθονται»).[ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος ενεστ., παράγωγος τού ρ. τέλομαι*, με ενεστωτικό επίθημα -έ-θω (πρβλ. θαλέθω: θάλλω, φλεγέθω: φλέγω)].
Dictionary of Greek. 2013.